ἀγνοήσει

ἀγνοήσει
ἀγνόησις
ignorance
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀγνοήσεϊ , ἀγνόησις
ignorance
fem dat sg (epic)
ἀγνόησις
ignorance
fem dat sg (attic ionic)
ἀγνοέω
not to perceive
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀγνοέω
not to perceive
fut ind mid 2nd sg
ἀγνοέω
not to perceive
fut ind act 3rd sg
ἀ̱γνοήσει , ἀγνοέω
not to perceive
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱γνοήσει , ἀγνοέω
not to perceive
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεταμόρφωση — Εξωτερική ή εσωτερική μεταβολή, αλλοίωση, μετουσίωση. (Βιολ.). Έντονη αλλαγή στη μορφή ή στη δομή ορισμένων ζώων, που συντελείται κατά τη μετεμβρυϊκή τους ανάπτυξη, προκειμένου οι οργανισμοί αυτοί να αποκτήσουν την οριστική μορφή του ώριμου ή… …   Dictionary of Greek

  • μονοπώλιο — Οικονομικός όρος που χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς, όπου όλη η προσφορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μόνο υποκειμένου, του μονοπωλητή. Για να χαρακτηριστεί μια αγορά ως μονοπωλιακή θα πρέπει η επιχείρηση …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • προσωπικότητα — Στον καθημερινό λόγο, ο όρος προσωπικότητα καλύπτει διάφορες και ασαφείς έννοιες, οι οποίες αναφέρονται αποκλειστικά στον άνθρωπο. Οπωσδήποτε όμως της αποδίδονται κυρίως θετικές αξίες, όπως, για παράδειγμα, στις εκφράσεις: μία π. ή έχει π. Αλλά… …   Dictionary of Greek

  • φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του …   Dictionary of Greek

  • φιλοτελισμός — Είναι η συλλογή γραμματοσήμων και άλλων ταχυδρομικών ενσήμων είτε για ευχαρίστηση είτε για κέρδος. Ο φ. γεννήθηκε σχεδόν αμέσως –μετά την εμφάνιση των πρώτων γραμματοσήμων– ως συλλεκτική μανία ή ως μόδα, γρήγορα όμως προσέλαβε και οικονομική… …   Dictionary of Greek

  • Γκιζεκίνγκ, Βάλτερ — (Walter Gieseking, Λιόν 1895 – Λονδίνο 1956). Γερμανός πιανίστας. Γεννήθηκε στη Γαλλία, αλλά μεγάλωσε στο γερμανικό πολιτιστικό περιβάλλον και τελειοποίησε τις μουσικές του σπουδές στο Ανόβερο. Έκανε το ντεμπούτο του το 1915. Η πορεία της… …   Dictionary of Greek

  • Γκότσεντ, Γιόχαν Κρίστοφ — (Johann Christoph Gottsched, Γιουντιτενκίρχε, Κένιξμπεργκ 1700 – Λειψία 1766).Γερμανός συγγραφέας. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία στην Κένιξμπεργκ και δίδαξε ποίηση, λογική και μεταφυσική στο πανεπιστήμιο της Λειψίας. Συνδέθηκε με τους κύκλους… …   Dictionary of Greek

  • έκστασι — (ecstasy). Κοινή ονομασία ναρκωτικής ουσίας. Πρόκειται για τη χημική ουσία 3,4 μεθυλενοδιοξυμεθαμφεταμίνη, γνωστή και με τη συντομογραφία MDMA. Στην καθαρή της μορφή είναι μία λευκή κρυσταλλική σκόνη που κυκλοφορεί είτε σε μορφή σκόνης είτε σε… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”